- προσεπιρρίπτω
- Α [ἐπιρρίπτω]πετώ σε κάποιον κάτι ακόμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπιρριπτούντων — προσεπιρρῑπτούντων , προσεπιρρίπτω throw to besides pres part act masc/neut gen pl (attic epic doric) προσεπιρρῑπτούντων , προσεπιρρίπτω throw to besides pres imperat act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
προσεπιρρίπτειν — προσεπιρρί̱πτειν , προσεπιρρίπτω throw to besides pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιρρίψας — προσεπιρρί̱ψᾱς , προσεπιρρίπτω throw to besides aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπέρριψεν — προσεπέρρῑψεν , προσεπιρρίπτω throw to besides aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)